Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τοῦ πύργου

См. также в других словарях:

  • Πυργού — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται κοντά στον Άγιο Μύρωνα. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Πύργου Ρέμα — Οικισμός (υψόμ. 730 μ.). Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κανδήλας της πρώην επαρχίας Μαντινείας, του νομού Αρκαδίας …   Dictionary of Greek

  • Φοντενεμπλό, πύργος του- — Η καταγωγή του πύργου εκείνου που χαρακτηρίστηκε αληθινή βασιλική κατοικία (Ναπολέων) και η ετυμολογία της ονομασίας (μεσαιωνικό λατινικό Fons bleaudi, Fons bellae acquae) είναι ακόμα άγνωστες. Το αρχαιότερο χτίσμα που σώζεται ακόμα σήμερα, ένας… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών (Πύργου Τήνου) — Ο Πύργος της Τήνου αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της ελληνικής τέχνης. Εδώ γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, έμαθαν την τέχνη του μαρμάρου και δημιούργησαν μερικά από τα σπουδαιότερα έργα τους οι γλύπτες που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη… …   Dictionary of Greek

  • Φίλος του Λαού — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία αθηναϊκή εφημερίδα (1840 48). Από το 16o φύλλο της εκδιδόταν και στα γαλλικά και από το 219o μετονομάστηκε Φ. του Λ. της Γ’ Σεπτεμβρίου. 2. Εφημερίδα της Κεφαλλονιάς (1876). 3. Εφημερίδα της Πάτρας… …   Dictionary of Greek

  • Μοντεκασίνο, αβαείο του- — Αρχαίο ιταλικό μοναστήρι των βενεδικτινών στην επαρχία της Φροζινόνε (Λάτιο), στην κοινότητα Κασίνο, που έκτισε σε υψόμετρο 519 μ. ο Άγιος Βενέδικτος από τη Νόρτσια στη θέση ενός αρχαίου πύργου και ενός ναού αφιερωμένου στον Απόλλωνα· υπέστη… …   Dictionary of Greek

  • Ρέμα Πύργου — Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ.), στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδιάς. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κανδήλας …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Ντελόρμ, Φιλμπέρ — (Philibert Delorme ή De L ’Orme, Λιόν περ. 1510 – Παρίσι 1570). Γάλλος αρχιτέκτονας. Μαζί με τον Ζαν Μπιλάν και τον Πιερ Λεσκό θεωρείται από τους κυριότερους δημιουργούς του αναγεννησιακού ρυθμού στη Γαλλία. Στις οικοδομές του πατέρα του είχε την …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»